αβαράρισμα

αβαράρισμα
το [αβαράρω]
1. η καθέλκυση πλοίου
2. η απομάκρυνση πλοίου από την ακτή με σκοπό να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσαράξεως ή προσκρούσεώς του σ’ αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”